ὀβελίσκος — small spit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… … Dictionary of Greek
Κλεοπάτρας, οβελίσκος — Αρχαίος αιγυπτιακός οβελίσκος που δόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, το 1819, από τον αντιβασιλιά της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι. Ο οβελίσκος βρίσκεται σήμερα στη βόρεια όχθη του Τάμεση, στο Λονδίνο. Έχει ύψος 18 μ. και τοποθετήθηκε στη σημερινή του θέση το… … Dictionary of Greek
ОБЕЛИСК — • Όβελίσκος, obeliscus, высокая, четырехугольная кверху суживающаяся колонна, на низком основании. Такие колонны были распространены на пространстве от Нижнего Египта до Нубии. Происхождение их относится к 15 в. до Р. X. Большая часть … Реальный словарь классических древностей
ὀβελίσκοι — ὀβελίσκος small spit masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελίσκοιν — ὀβελίσκος small spit masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελίσκοις — ὀβελίσκος small spit masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελίσκον — ὀβελίσκος small spit masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελίσκου — ὀβελίσκος small spit masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελίσκους — ὀβελίσκος small spit masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)